ντεκοβίλ

ντεκοβίλ
και ντεκωβίλ, το
άκλ. είδος μικρού σιδηροδρομικού φορτηγού συρμού που κινείται σε γραμμή στενότερη από τη γραμμή τών κανονικών σιδηροδρόμων και χρησιμοποιείται στα μεταλλεία, τα ανθρακωρυχεία κ.ά. μεταφορές σε μικρές σχετικά αποστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decauville, από το επών. τού Γάλλου βιομήχανου Decauville, που επινόησε αυτό το είδος σιδηροδρομικής άμαξας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ντεκοβίλ, Πολ — (Paul Decauville, Πτι Μπουργκ, Εσόν 1846 – Νεϊγί 1922). Γάλλος βιομήχανος και εφευρέτης. Εφηύρε έναν τύπου σιδηροδρόμου που λύνεται, μεταφέρεται εύκολα και επανασυναρμολογείται και φέρει το όνομά του. Ο Ν., απόγονος οικογένειας μεγάλων… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • σχοινοδρόμος — ο, ΝΑ νεοελλ. ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία αρχ. αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο δρόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”