- ντεκοβίλ
- και ντεκωβίλ, τοάκλ. είδος μικρού σιδηροδρομικού φορτηγού συρμού που κινείται σε γραμμή στενότερη από τη γραμμή τών κανονικών σιδηροδρόμων και χρησιμοποιείται στα μεταλλεία, τα ανθρακωρυχεία κ.ά. μεταφορές σε μικρές σχετικά αποστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decauville, από το επών. τού Γάλλου βιομήχανου Decauville, που επινόησε αυτό το είδος σιδηροδρομικής άμαξας].
Dictionary of Greek. 2013.